νυκτεροφεγγής

νυκτεροφεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές,
A shining by night,

μυήνη Man.3.393

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νυκτεροφεγγής — νυκτεροφεγγής, ές (Α) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • νυκτεροφεγγέα — νυκτεροφεγγής shining by night neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νυκτεροφεγγής shining by night masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”